-
1 τάξις
A arranging, arrangement:I in military sense:1 drawing up in rank and file, order or disposition of an army, Th.5.68 (init.), 7.5, etc.; τὰ ἀμφὶ τάξεις rules for it, tactics, X.An.2.1.7;τ. καὶ ἀντίταξις Phld.Piet.12
.2 battle array, order of battle,κατὰ τάξιν Hdt.8.86
;ἐν τάξει Th.4.72
, etc.; ἐς τάξιν καθίστασθαι, ἀνάγειν, ib.93, Ar.Av. 400 (anap.); ἵνα μὴ διασπασθείη ἡ τ. Th.5.70; of ships,ἀποπλῶσαι ἐκ τῆς τάξιος Hdt.6.14
.3 a single rank or line of soldiers, ἐπὶ τάξιας ὀλίγας γίγνεσθαι to be drawn up a few lines deep, ib. 111, cf. 9.31;ἐλύθησαν αἱ τ. τῶν Περσῶν Pl.La. 191c
.4 body of soldiers, A.Pers. 298, S.OC 1311; esp. at Athens, the quota of infantry furnished by each φυλή (cf.ταξίαρχος 11
), Lys.16.16; but freq. of smaller bodies, company, X.An. 1.2.16, 6.5.11, etc.; ἱππέων τ. ib.1.8.21; so of ships, squadron, A.Pers. 380: generally, band, company, φιλία γὰρ ἥδε τ., of the chorus, Id.Pr. 128 (lyr.);ἐμφανίσας μοι ἐν ᾗ ἔσομαι τάξει PCair.Zen. 409.6
(iii B.C.).b esp. a contingent of 128 men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.2, Ael.Tact.9.3.c in late Gr., membership of the militia palatina (cf. ταξεώτης), Lib.Or.27.17.5 post or place in the line of battle, ἀξιεύμεθα ταύτης τῆς τ. Hdt.9.26, cf. 27;ἐν τῇ τ. εἶχε ἑωυτόν Id.1.82
; μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τ. Id.3.158;τ. φυλάξων E.Rh. 664
;ἡ τ. φυλακτέα X.Cyr.5.3.43
;ᾗ ἕκαστος τὴν τ. εἶχεν Id.An. 4.3.29
;τῆς πρώτης τ. τεταγμένος Lys.14.11
, cf. Th.5.68 (fin.); ἐκλιπόντας τὴν τ. Hdt.5.75, cf. 9.21; λείπειν τὴν τ. And.1.74, Pl.Ap. 29a, D.13.34, 15.32, Aeschin.3.159, etc.;παραχωρεῖν τῆς τάξεως D.3.36
, etc.; but ἡγεμὼν ἔξω τάξεων officer on the unattached list, Arch.Pap.3.188, cf. Sammelb. 599, OGI 69 ([place name] Coptos); so οἱ ἔξω τάξεως staff-officers, aides-de-camp, D.S.19.22.II generally, arrangement, order,ἡμερῶν τ. εἰς μηνῶν περιόδους Pl.Lg. 809d
; ἡ τῶν ὅλων τ. X.Cyr.8.7.22; disposition,τῆς ψυχῆς Gorg.Hel.14
: Rhet., disposition, opp. λέξις, Arist.Rh. 1414a29;ἡ τ. τοῦ λόγου Aeschin.3.205
, cf. D.18.2, Sor.1.18, Gal.Libr.Ord.1; ὕστερον τῇ τ. D.3.15, cf. Gal.6.68, 16.533; ἐν τ. εἶναι, = μένειν, Pl.Tht. 153e;τ. καὶ ἠρεμία Arist.EE 1218a23
;εἰ τὰ γυμνάσια ἔχοι τὴν τ. ἐνταῦθα Id.Pol. 1331a37
; difft. from θέσις or mere position, Id.Ph. 188a24, Thphr.Sens. 60 ( θέσεως τ. Gal.6.194; τ. θέσεως is dub. l. in 16.709); ἡ κατὰ τ. τινὰ βασιλεία, opp. ἀόριστος τυραννίς, Arist.Rh. 1366a2; καὶ τοῦτο κατὰ τ., ἕως.. and so on, until.., Sor.2.62.2 order, regularity,εἰς τ. ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Pl.Ti. 30a
;τ. καὶ κόσμος Id.Grg. 504a
; οὔτε νόμος οὔτε τ. Id.Lg. 875c, cf. R. 587a;τ. περιόδου Epicur.Ep.2p.42U.
;διὰ τάξεως γίγνεσθαι Pl.Lg. 780a
; τάξιν ἔχειν to be regular, Thphr. HP3.9.6; ἐν τάξει in an orderly manner, Pl.Lg. 637e; so (Nysa, i B.C., rendering of Lat. ordine).b prescription, τὴν τοῦ λυσιτελοῦντος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τ. Id.Plt. 294e; recipe, cj. in PHolm.2.2.4 τ. τοῦ φόρου assessment of tribute, X.Ath.3.5, cf. IG12.63.2, al.; τῶν ὀφειλημάτων περὶ τῆς πράξεως ib.57.13, cf. Lex ap.D.24.45; τ. τῆς ὑδρείας a ration of water, Pl.Lg. 844b.III metaph. from 1.5, post, rank, position, station,ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα A.Eu. 396
(lyr.); ἡ τῶν ἀκοντιζόντων τ. Antipho 3.2.7; ἰδία τοῦ βίου τ. Isoc. 6.2; ἀνὴρ τῆς πρώτης τ. CIG2767.4 ([place name] Aphrodisias); οἰκέτου τ. D.18.258, cf. PGnom.43, 196 (ii A.D.), Mitteis Chr. 372 v 18 (ii A.D.);τ. ἔχοντος ἐν τῷ Μουσείῳ Sammelb.6674.10
(ii A.D.); ἐν τῇ Θετταλῶν τάξει ranging herself with the T., D.18.63; ἐν ἐχθροῦ τ. as an enemy, Id.20.81, etc.; ἐν ἐπηρείας τάξει by way of insult, Id.18.13; ἀδύνατον εἶχεν τ. occupied an impossible position, i.e. was unthinkable, Hyp.(?) Oxy.1607.60; τὴν ὑπὲρ ὑμῶν ἑλόμενον τάξιν πολιτεύεσθαι championship of your cause, D.18.138, cf. Ep.3.15; ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τ... οὐκ ἔλιπον post of patriotism, Id.18.173.2 list, register, ὅπως ταγῇ αὐτοῦ τὸ ὄνομα ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τ. Sammelb.7359.15, cf. 7404.6, PSI9.1064.38, 10.1141.10 (all ii A.D.);ἡ τ. τῶν κατοχίμων PTeb.318.21
(ii A.D.);τ. λαογράφων PLond.2.182b2
(ii A.D.).V reduction of hernia by manipulation, Gal.14.781.VIII fixed point of time, term,κατ' ἐνιαυτὸν ἢ κατά τινα ἄλλην τ. ἢ χρόνον Arist.Pol. 1261a34
; end (or perh. date fixed for the end),μέχρι τάξεως αὐτῆς τῆς τρύγης Sammelb.5810.15
(iv A.D.). -
2 ζημίωμα
A penalty, fine, Luc.Prom.13, Sammelb.5174.13 (vi A.D.), etc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, X.HG3.1.9; - ώματα ἔστω ἀστυνόμοις let them have the right of imposing penalties, Pl.Lg. 764c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζημίωμα
-
3 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
.
См. также в других словарях:
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
Κλεάνθης — I (331; – Αθήνα 232; π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος. Το 282 π.Χ. πήγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία και δέχτηκε την επιρροή του Ζήνωνα, ιδρυτή της στωικής σχολής. Αρχικά ήταν αθλητής. Μολονότι ήταν φτωχός, είχε αποδεχθεί την κατάστασή… … Dictionary of Greek
Μόλναρ, Φέρεντς — (Ferenc Molnar, Βουδαπέστη 1878 – Νέα Υόρκη 1952). Ούγγρος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη Γενεύη, επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Κυνηγημένος από τον ναζισμό,… … Dictionary of Greek
αρτσιβούρτσι — αρτσιβούρτσι, το και αρτζιμπούρτζι, το (λ. αρμεν.), εβδομάδα νηστείας στους Αρμένιους που συμπίπτει με την πρώτη εβδομάδα της δικής μας Αποκριάς, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι τρώνε τα πάντα· απ αυτό η λέξη πήρε τη σημασία της ασυδοσίας, της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
безчиньныи — (53) пр. Нарушающий порядок; бесчинный, неподобающий: Приходѩщиихъ на пѣниѥ въ цр҃кви хощемъ не въпльмь бещиньныимь творити. (ἀτάκτοις) КЕ XII, 63а; ѥгда же наидеть тебе напасть и прѣкословесиѥ. или раздражениѥ на кого двигноути ˫арость. помѩни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)